- επίνοια
- ηη επινόηση (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπινοία — ἐπινοίᾱ , ἐπίνοια thinking on fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοίᾳ — ἐπινοίᾱͅ , ἐπίνοια thinking on fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίνοια — thinking on fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίνοια — η (AM ἐπίνοια) 1. σκέψη, ιδέα, γνώμη («οὐδ’ ἐπίνοιαν ποιήσασθαι», Πολ.) 2. αντίληψη, ιδέα («πᾱσαν ἐπίνοιαν ἀτοπίας ὑπερβάλλειν», Πλούτ.) αρχ. 1. η ικανότητα να επινοεί κάποιος, η εφευρετικότητα («oἶvov σὺ τολμᾷς είς ἐπίνοιαν λοιδορεῑν», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ἐπινοίας — ἐπινοίᾱς , ἐπίνοια thinking on fem acc pl ἐπινοίᾱς , ἐπίνοια thinking on fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίνοι' — ἐπίνοια , ἐπίνοια thinking on fem nom/voc sg ἐπίνοιαι , ἐπίνοια thinking on fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πίνοια — ἐπίνοια , ἐπίνοια thinking on fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοίαι — ἐπινοίᾱͅ , ἐπίνοια thinking on fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοιῶν — ἐπίνοια thinking on fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπινοίαις — ἐπίνοια thinking on fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)